μηχανολογικός

μηχανολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη μηχανολογία ή το μηχανολόγο: Μηχανολογικές μελέτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηχανολογικός — η, ο [μηχανολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανολογία ή στον μηχανολόγο. επίρρ... μηχανολογικά με μηχανολογικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιουχικός — ή, ό 1. κεφαλαιικός 2. φρ. «κεφαλαιουχικά αγαθά» τα οικονομικά αγαθά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών, καταναλωτικών είτε κεφαλαιουχικών, και που διακρίνονται σε πάγια ή διαρκή, όπως είναι ο κτηριακός και μηχανολογικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”